- απολυμαντικός
- -ή, -όαυτός που χρησιμεύει για απολύμανση: Φρόντισε και προμηθεύτηκε μερικές απολυμαντικές ουσίες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απολυμαντικός — ή, ό 1. σχετικός με την απολύμανση 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα απολυμαντικά χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται για απολύμανση … Dictionary of Greek
απολυμαντήριος — ια, ιο 1. απολυμαντικός 2. το ουδ. ως ουσ. το απολυμαντήριο ο θάλαμος απολύμανσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < απολύμανση. Η λ. μαρτυρείται ως ουσιαστικό από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek